- λεπτυσμός
- λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω]1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμόςὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.